ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ ΔΡΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΥ
Μ. Καράβης, MD
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΒΕΛΟΝΙΣΜΟ
Η βασική αρχή της Κινεζικής Παραδοσιακής Ιατρικής είναι η ύπαρξη της Ζωτικής Ενέργειας. Η ζωτική ενέργεια δεν κυκλοφορεί άναρχα στο ανθρώπινο σώμα. Ακολουθεί σαφώς καθορισμένη πορεία, δίνοντας ζωή σε όλα τα κύτταρα τους ιστούς, τα όργανα, και τα συστήματα του οργανισμού. Οι ειδικές αυτές διαδρομές στις οποίες κυκλοφορεί η ζωική ενέργεια, όντας εντελώς ιδιαίτερες για κάθε όργανο (συμπαγές ή κοίλο) ονομάζονται Μεσημβρινοί. Ο ορισμός που δίνεται από τους Κινέζους για τους Πρωτεύοντες Μεσημβρινούς είναι ο εξής: “Είναι αμφοτερόπλευρα ενεργειακά κανάλια που ξεκινούν από τα συμπαγή όργανα και τα κοίλα σπλάγχνα της θωρακοκοιλιακής χώρας, δεν έχουν υλική ή ανατομική υπόσταση, αλλά υλοποιούνται με την πρακτική ή θεωρητική τοποθέτηση των βελονών στα αντίστοιχα βελονιστικά τους σημεία. Τα σημεία βελονισμού έχουν μια μόνιμη ανατομική θέση και τοπογραφικά αντιστοιχούν σε διάφορα ειδικά σημεία της επιδερμίδας και κανένας μεσημβρινός δεν αποτελεί διαδρομή αγγείου ή νεύρου”.
Η Κινέζικη Παραδοσιακή ιατρική αναγνωρίζει ως συμπαγή όργανα (ZHANG) τα εξής: το Ηπαρ, την Καρδιά, τον Σπλήνα, τους Πνεύμονες, τους Νεφρούς και την Λειτουργία του Περικαρδίου. Ως κοίλα σπλάγχνα (FU) τα εξής: την Χοληδόχο Κύστη, το Λεπτό Εντερο, τον Στόμαχο, το Παχύ Εντερο, την Ουροδόχο Κύστη και το λειτουργικό σπλάγχνο του Τριπλού Θερμαστή.
Οι Κινέζοι θεωρούν τα συμπαγή όργανα YIN σε σχέση με τα κοίλα σπλάγχνα τα οποία θεωρούν YANG. Κάθε YIN όργανο είναι συζευγμένο με ένα YANG σπλάγχνο. Ετσι σχηματίζονται τα εξής 6 ζεύγη Πρωτευόντων Μεσημβρινών:
- ΗΠΑΡ – ΧΟΛΗΔΟΧΟΣ ΚΥΣΤΗ
- ΚΑΡΔΙΑ – ΛΕΠΤΟ ΕΝΤΕΡΟ
- ΣΠΛΗΝ -ΣΤΟΜΑΧΟΣ
- ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ – ΠΑΧΥ ΕΝΤΕΡΟ
- ΝΕΦΡΟΙ – ΟΥΡΟΔΟΧΟΣ ΚΥΣΤΗ
- ΠΕΡΙΚΑΡΔΙΟ – ΤΡΙΠΛΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ
Η Κινέζικη Παραδοσιακή ιατρική αναγνωρίζει επίσης παράδοξους Μεσημβρινούς (ιδιάζοντα ενεργειακά κανάλια) και δευτερεύοντες Μεσημβρινούς οι οποίοι ονομαστικά έχουν ως εξής:
- ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ.
- ΤΕΝΟΝΤΟΜΥΙΚΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ.
- ΑΓΓΕΙΑ LUO (επιμήκη και εγκάρσια).
Σχήμα
Για τους Κινέζους, οι Πρωτεύοντες και οι Δευτερεύοντες μεσημβρινοί, μέσα από ένα πολύπλοκο δίκτυο συνάψεων τελικά σχηματίζουν ένα κλειστό κύκλωμα μέσα στο οποίο κυκλοφορεί η ενέργεια (Τσί – Chi). Ο Φ. Ρώσσης αναφέρει ότι το σύνολο της ενέργειας του οργανισμού, αποτελείται από διάφορες ειδικές, επί μέρους, ενέργειες. Τα είδη των ενεργειών οι οποίες κυκλοφορούν σε Πρωτεύοντες και Δευτερεύοντες μεσημβρινούς είναι: η ΠΡΟΓΟΝΙΚΗ, η ΤΡΟΦΙΚΗ (YONG) και η AMYNTIKH (WEI) κάθε μια τους ταγμένη να επιτελεί ειδικό έργο σε διαφορετικό επίπεδο βάθους στο ανθρώπινο σώμα [1] .
Σύμφωνα με την Ταοϊστική Κινέζικη σκέψη, ο άνθρωπος αποτελείται από ύλη, (YIN) και από ενέργεια (YANG), που εκδηλώνονται με διαφορετικές και πολυάριθμες μορφές.
Το σύνολο των δύο αυτών δυνάμεων συγκροτούν και ισορροπούν το σύστημα ύλης και ενέργειας του ανθρώπινου σώματος. Μεταβαλλόμενες συνέχεια η μία στην άλλη, διατηρούν μία συνεχή δυναμική και πλήρως αυτορρυθμιζόμενη ισορροπία, αυτό που λέμε για τον Δυτικό τρόπο σκέψης ΟΜΟΙΟΣΤΑΣΗ. Ετσι, διάφορες σωματικές και ψυχικές παθήσεις εκδηλώνουν την παρουσία τους στην επιφάνεια του σώματος, η οποία, σαν είδος καθρέφτη, αντανακλά τις διάφορες δυσλειτουργίες του οργανισμού. Με τον τρόπο αυτό, δερματικά σημεία ευαισθητοποιούνται μετά την εκδήλωση μίας νόσου. Τα σημεία αυτά ονομάσθηκαν Σημεία Βελονισμού. Αυτά τα σημεία δεν είναι ανεξάρτητα η μεμονωμένα σημεία αλλά συνδέονται μεταξύ τους γραμμικά με την μορφή ειδικών καναλιών που ονομάζονται Μεσημβρινοί. Οι μεσημβρινοί δεν έχουν υλική η ανατομική υπόσταση, είναι αμφοτερόπλευροι, θεωρούνται σαν η δυναμική εξωτερική επέκταση του οργάνου από το οποίο εξορμούνται και φέρουν την ονομασία του οργάνου αυτού π.χ. μεσημβρινός του στομάχου, μεσημβρινός της καρδιάς κοκ. Το δίκτυο των Μεσημβρινών και των Σημείων Βελονισμού αποτελεί τη βάση εκμάθησης του Βελονισμού. Στο δίκτυο των μεσημβρινών κυκλοφορεί η “Ζωτική Ενέργεια”. Από την ομαλή ροή της ενέργειας εξαρτάται η απρόσκοπτη λειτουργία ολόκληρου του οργανισμού. Διαταραχή της ενεργειακής ισορροπίας σημαίνει νόσος. Ο ρόλος του βελονισμού είναι η αποκατάσταση της ενεργειακής ροής των μεσημβρινών και η εξισορρόπηση της ενέργειας του οργανισμού. Αυτό επιτυγχάνεται τοποθετώντας ειδικές βελόνες στα σημεία βελονισμού. Κάθε ασθένεια δημιουργεί το δικό της “ενεργειακό ανισοζύγιο” και αντιμετωπίζεται με ειδικό συνδυασμό σημείων και ειδική τεχνική. Ουσιαστικά, κύριος στόχος της θεραπευτικής με βελονισμό είναι η δραστηριοποίηση αμυντικών μηχανισμών και μηχανισμών αυτορρύθμισης του οργανισμού.
Ο Βελονισμός λοιπόν, είναι ένα θεραπευτικό σύστημα που αποτελεί μέρος της Παραδοσιακής Ιατρικής της Κίνας. Μόλις στις αρχές του αιώνα μας έγινε γνωστός στην Δύση και σήμερα, περισσότεροι από 1.500.000 ιατροί τον εφαρμόζουν σαν κύριο η σαν συμπληρωματικό θεραπευτικό μέσο. Η αρχική αιτία για το “ξαφνικό” ενδιαφέρον των δυτικών ιατρών για τον βελονισμό ήταν μία: η αποτελεσματικότητα του για την επίτευξη αναλγησίας ικανής για χειρουργικές επεμβάσεις. Ενα από τα πρώτα άρθρα που δημοσιεύθηκαν σε Δυτικό Περιοδικό Ιατρικό Τύπο για τον βελονισμό, είναι το άρθρο του Arnold M. Katz, καθηγητού καρδιολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο “The Mont Sinai School of Medicine” της Νέας Υόρκης, που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 1974, στο περιοδικό “The American Journal of Cardiology” (τόμος 34, σελ. 250-253). Ο συγγραφέας του άρθρου περιγράφει αναλυτικά μια εγχείρηση ανοικτής καρδιάς που έγινε στο 3ο Δημοτικό Λαϊκό Νοσοκομείο της Σαγκάης στην Κίνα, και στην οποία παραβρέθηκε. Η επέμβαση έγινε σε έναν νέο 17 ετών με προβλήματα καρδιακής ανεπάρκειας λόγω κοιλιακής επικοινωνίας και σκοπός της χειρουργικής ομάδας ήταν η επιδιόρθωση του κοιλιακού διαφράγματος. Η αναισθησία (αναλγησία) έγινε αποκλειστικά με την μέθοδο του βελονισμού. Ο συγγραφέας, περιγράφει αναλυτικά την κατάσταση του ασθενούς κατά την διάρκεια της επέμβασης (ζωτικές λειτουργίες, επίπεδο συνείδησης, επίπεδα πόνου, αντιδράσεις κλπ) και δεν κρύβει την έκπληξη του για το πρωτοφανές αυτό φαινόμενο αναλγησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο ίδιο τεύχος (σελ 254-255), ο πρόεδρος της εκδοτικής επιτροπής του περιοδικού Leslie A. Kuhn, δημοσιεύει απαντητική επιστολή, απολογούμενος στους συναδέλφους του καρδιολόγους για την δημοσίευση του άρθρου αυτού, μια και το περιοδικό δημοσίευε μόνο εργασίες εκπονημένες με αυστηρά μεθοδολογικά και επιστημονικά κριτήρια. Πρόσθεσε όμως ότι “δεν υπήρχε περίπτωση να δημοσιεύσει την εργασία αυτή αν ο συγγραφέας του άρθρου δεν ήταν γνωστός στην καρδιολογική επιστημονική κοινότητα της Αμερικής σαν πεπειραμένος, αυστηρός και σεβαστός ερευνητής με κριτικό πνεύμα”. Αναφέρει επίσης ότι “παρόλο που πρώτη φορά αναφέρεται κάτι παρόμοιο (αναλγησία με βελονισμό για εγχείρηση ανοικτής καρδιάς με εξωσωματική κυκλοφορία) στον καρδιολογικό τύπο, ο συγγραφέας έδειξε την συνήθη αντικειμενικότητα και παρατηρητικότητα του, περιγράφοντας με λεπτομέρειες τόσο τις αντιδράσεις και τα υποκειμενικά συναισθήματα του ασθενούς (μπορούσε να συζητά μαζί του σε όλη την διάρκεια της επέμβασης), όσο και για την ηλεκτροκαρδιογραφική (το άρθρο δημοσιεύει όλα τα καρδιογραφήματα, ακόμη και την διαδικασία απινίδωσης), αναπνευστική και αιμοδυναμική εικόνα.
Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, πολλά videos και films έκαναν τον γύρω του κόσμου που έδειχναν ασθενείς να υπομένουν τον “πόνο” και την διαδικασία μιας χειρουργικής επέμβασης με μόνη αναισθησία (αναλγησία) τον βελονισμό. Προβλήθηκαν και στην Ελλάδα στο ΙΔΡΥΜΑ ΕΥΓΕΝΙΔΟΥ την 25η Απριλίου 1975 από τον παθολόγο Γιάγκο Καράβη, στην ομιλία του με θέμα “Ο βελονισμός στα πλαίσια της όλης Ιατρικής”, μετά από παραχώρηση της ταινίας από την Ελληνική Πρεσβεία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.
Παρότι το γεγονός εντυπωσίασε τον ιατρικό κόσμο, οι ιατροί παρέμεναν σκεπτικοί, αδιάφοροι και ιδιαίτερα κριτικοί για τον βελονισμό. Πώς είναι δυνατόν μια βελόνα στο χέρι να εξασφαλίζει αναλγητικό αποτέλεσμα για την αφαίρεση ενός δοντιού; Πως μερικές απλές βελόνες τοποθετημένες στο σώμα και τα άκρα να εξασφαλίζουν αναλγησία για την επίτευξη λοβεκτομής, μηνισκεκτομής η καισαρικής; Με ποιόν μηχανισμό μία βελόνα κάτω από το γόνατο ηρεμεί τους κολικούς των νεφρών η μια άλλη στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού μπορεί να επηρεάζει την λειτουργία του ήπατος και των χοληφόρων; Επειδή αυτά τα φαινόμενα δεν μπορούσαν να εξηγηθούν με κανέναν γνωστό νόμο της φυσιολογίας και καμία γνωστή νευρική οδός δεν μπορούσε να τα ερμηνεύσει, τα ερωτηματικά παρέμεναν.
Η αρχική εκτίμηση πολλών γνωστών φυσιολόγων ήταν ότι επρόκειτο για ένα είδος placebo δράσης. Πώς μπορούσε όμως να εξηγηθεί η αποτελεσματικότητα του στην κτηνιατρική και την παιδιατρική; Πώς μπορούσε να εξηγηθεί η δράση του βελονισμού σε πειραματόζωα που βρίσκονται κάτω από γενική αναισθησία; Τα γεγονότα δεν ταίριαζαν. Εγιναν όλα τα ειδικά ψυχολογικά tests για την υποβλητικότητα των ασθενών από τα οποία δεν προέκυψε καμία σχέση μεταξύ αναλγησίας με βελονισμό και βαθμού υποβλητικότητας. Πολύ περισσότερο δεν προέκυψαν στοιχεία για σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητος του βελονισμού και ψυχικής προετοιμασίας του ασθενούς, επιπέδου άγχους, μορφωτικού επιπέδου η αναστάτωσης κατά την ώρα της επέμβασης.[2]
Αποκλείσθηκε επίσης η πιθανότητα ο βελονισμός να δρα μέσω μηχανισμών όμοιων με αυτούς της ύπνωσης. Ολες οι έρευνες έδειξαν ότι η αναλγησία με βελονισμό καταργείται μετά από χορήγηση ναλοξόνης ενώ η αναλγησία με υπνωτισμό δεν επηρεάζεται καθόλου από τους ανταγωνιστές της μορφίνης. Το αδιέξοδο για τους φυσιολόγους ήταν φανερό. Ασχολήθηκαν με τον σχεδιασμό της βασικής έρευνας και στράφηκαν σε σχεδιασμό κλινικών μελετών και μελετών σε πειραματόζωα.
Ηταν σαφές ότι παρόλες τις αποδείξεις περί αποτελεσματικότητας του βελονισμού, έπρεπε να βρεθεί ένα φυσιολογικό μοντέλο που να ερμηνεύει την δράση του. Το ερώτημα ήταν (και είναι) ποια πρέπει να είναι η στάση μας όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με γεγονότα τα οποία, δεν γνωρίζουμε πως συμβαίνουν, και όμως συμβαίνουν. Μπροστά μας ανοίγονται δύο δρόμοι: να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στο πράγματι ανεξήγητο (αλλά πραγματικό) φαινόμενο, ελπίζοντας ότι αφού δεν θα το βλέπουμε, θα εξαφανιστεί και θα μας αφήσει ήσυχους στην μακαριότητα μας η να το δεχθούμε προς το παρόν σαν κάτι ανεξήγητο σε όλες του τις εκδηλώσεις (εφόσον βέβαια κάτι τέτοιο δεν εγκυμονεί κινδύνους) προσπαθώντας παράλληλα να φτιάξουμε μια θεωρία, να διερευνήσουμε το άγνωστο πεδίο και να χρησιμοποιήσουμε τα όποια πλεονεκτήματα μας προσφέρει προς όφελος μας. Ο δρόμος που διαλέγουμε εμείς σε αυτό το κεφάλαιο (και το βιβλίο) είναι ο δεύτερος και τον εκθέτουμε στην κρίση των συναδέλφων μας.
Βρισκόμαστε λοιπόν, πριν από το έτος 1975 και ο βελονισμός είναι μία ”μαγική” τεχνική. Ανεξήγητος μυστηριώδης, υποστηριζόμενος από ένα πολύπλοκο φιλοσοφικό σύστημα, που η πρακτική του προέκταση αφορούσε την θεραπεία με βελόνες, έφτασε στην Δύση με την φήμη μιας πολλά υποσχόμενης θεραπείας, με πλήθος ενδείξεων. Δεν ήταν δυνατόν να εξηγηθεί θεωρητικά πως η τοποθέτηση βελονών σε προκαθορισμένα σημεία του σώματος είναι δυνατόν να ανακουφίζουν τους ασθενείς από τον οξύ ή τον χρόνιο πόνο. Δεν υποψιαζόταν κανείς ότι τα αμέσως επόμενα χρόνια, οι έρευνες στον τομέα της νευροφυσιολογίας, θα άγγιζαν και το θέμα του βελονισμού, εξηγώντας ένα μέρος τουλάχιστον των αποτελεσμάτων τους.
Η ανακάλυψη των νευροδιαβιβαστικών ουσιών, η περιγραφή των ενδογενών συστημάτων ελέγχου του πόνου, η θεωρία της προσυναπτικής αναστολής των Meltzack & Wall, μπορούσαν να υποστηρίξουν και θεωρητικά τα κλινικά αποτελέσματα της μεθόδου του βελονισμού.
Στη προσπάθεια μας λοιπόν να ερμηνεύσουμε τα θεραπευτικά αποτελέσματα του Βελονισμού, αντιμετωπίζουμε δύο προβλήματα. Το ένα είναι ότι φιλοδοξούμε να εξηγήσουμε ένα θεραπευτικό σύστημα που εφαρμόστηκε στα βάθη των αιώνων, με όλους τους κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια προσπάθεια. Από την άλλη πλευρά, είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε την κοινή, σύγχρονη ιατρική ορολογία και πρακτική για να επικοινωνήσουμε με τους συναδέλφους και να τους καταστήσουμε γνώστες του Βελονισμού, ώστε η μέθοδος αυτή να γίνει αποδεκτή και να ενταχθεί στο σύνολο της όλης ιατρικής. Πολύ περισσότερο σήμερα εμφανίζεται επιτακτική η ανάγκη ύπαρξης ενός θεωρητικού φυσιολογικού μοντέλου που να περιγράφει τον ακριβή μηχανισμό δράσης του βελονισμού σε όλα τα επίπεδα. Αυτό θα επιτρέψει στην ιατρική κοινότητα και στην υπεύθυνη πολιτεία να βάλει το πλαίσιο εφαρμογής της μεθόδου, να καθορίσει τις ενδείξεις, τις αντενδείξεις, να επισημάνει τις παρενέργειες και να αξιολογήσει τα όποια πλεονεκτήματα της.
Στο σύγγραμμα αυτό, θα καταβληθεί προσπάθεια προσέγγισης του Βελονισμού βάσει των σύγχρονων ιατρικών ερευνών και μόνο. Η προσέγγιση αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Ο Jin Mo Chung, καθηγητής του ναυτικού ινστιτούτου βιοφυσικής στα τμήματα ανατομίας, νευροφυσιολογίας, φυσιολογίας και βιοφυσικής του Πανεπιστημίου του Τέξας, συνόψισε με απλές ερωτήσεις τα ερωτήματα που ταλαιπωρούν εδώ και 25 χρόνια τους ερευνητές που ασχολούνται με την δράση του βελονισμού και με τον καθορισμό ερευνητικών κανόνων της μεθόδου αυτής ως εξής:
Η διέγερση με βελόνη εκτός των κλασσικών σημείων των μεσημβρινών είναι βελονισμός;
Πόσο ακριβείς πρέπει να είμαστε στην εντόπιση των σημείων για να θεωρηθεί η θεραπεία μας σωστή;
Η διέγερση τυχαίων δερματικών η μυϊκών σημείων με άλλο τρόπο εκτός από βελόνα είναι βελονισμός;
Βελονισμός με Τέ-Τσί (αίσθημα βελονισμού) είναι το ίδιο αποτελεσματικός με τον βελονισμό χωρίς Τέ-Τσί;
Βελονισμός σε τυχαία σημεία μπορεί να θεωρηθεί placebo και εάν όχι τι θα εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε placebo βελονισμό η σε ψευδο-βελονισμό;
Η διέγερση σημείων βελονισμού με επιφανειακά ηλεκτρόδια είναι ηλεκτροβελονισμός (αποτελεί παρόμοιο ερέθισμα);
Ποιες είναι οι σταθερές ηλεκτρικές παράμετροι (ένταση ρεύματος, συχνότητα ρεύματος, κυματομορφή) που διαφοροποιούν μια οποιαδήποτε ηλεκτροθεραπεία από τον ηλεκτροβελονισμό;
Πόσο βαθιά πρέπει να τοποθετείται η βελόνα για την εφαρμογή ηλεκτροβελονισμού και με ποια λογική θα επιλέξουμε το κάθε βάθος για να ξεχωρίσουμε τον ηλεκτροβελονισμό από το TENS η από τεχνικές ηλεκτροθεραπείας με υποδόριες βελόνες (διάφορες αισθητικές παρεμβάσεις):
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν έχουν ακόμη απαντηθεί και τα πειραματικά ερευνητικά μοντέλα που είναι σε χρήση σήμερα δεν καλύπτουν το φάσμα των φυσιοθεραπευτικών τεχνικών και του βελονισμού, δηλαδή τεχνικών θεραπείας όπου το δίπολο ιατρός-ασθενής είναι δύσκολο να διασπαστεί. Mε τον βελονισμό, είναι δύσκολο να γίνει διπλή τυφλή μελέτη, μια που ούτε ο ιατρός αλλά ούτε και ο ασθενής μπορούν να είναι “τυφλοί” σε μια διαδικασία θεραπείας με βελονισμό που προϋποθέτει τοποθέτηση βελόνας στο δέρμα. Από την στιγμή που θα τοποθετηθεί βελόνα στο δέρμα (άσχετα αν τοποθετηθεί σε σημείο βελονισμού η εκτός σημείου βελονισμού) ο ασθενής υποβάλλεται σε θεραπεία και μάλιστα πολλοί εκπαιδευμένοι βελονιστές, χρησιμοποιούν στην θεραπευτική τους μη-κλασσικά σημεία βελονισμού, τοπικά επώδυνα σημεία, ή trigger σημεία που δεν έχουν σχέση με τους μεσημβρινούς και δεν περιγράφονται στα κλασσικά συγγράμματα βελονισμού.
Υπάρχει πλήθος ανακοινώσεων που γίνεται παραδεκτή η θεραπευτική δράση των σημείων “εκτός μεσημβρινών”. Εχουν γίνει προσπάθειες ερευνητικές στο παρελθόν να χρησιμοποιηθούν για την ομάδα placebo, ιατροί που δεν γνωρίζουν βελονισμό, τοποθετώντας τυχαία βελόνες στο σώμα του ασθενούς. Η πρακτική αυτή δεν έγινε αποδεκτή κατ αρχήν ως μη ηθική συμπεριφορά ιατρού σε ασθενή και κατά δεύτερο λόγο διότι όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, υπάρχουν εργασίες που αποδεικνύουν ότι η τοποθέτηση βελόνας σε τυχαίο σημείο, αποδεικνύεται αποτελεσματικότερη από την placebo αγωγή (κλειστό TENS), έστω και αν δεν έχει περιγραφεί κάποια ειδική δράση. Επίσης, αρκετοί υποστηρίζουν ότι η έννοια placebo δεν έχει θέση στον βελονισμό. Ο βελονισμός σαν θεραπεία στηρίζεται ακριβώς στη ενεργοποίηση μηχανισμών αυτορρύθμισης και αυτοίασης. Ο ιατρός έχει βασικό στόχο την ρύθμιση της χαμένης λειτουργικής ισορροπίας οργάνων η συστημάτων του οργανισμού. Σε πολλές περιπτώσεις ο όρος “θεραπεία” είναι πολύ σχετικός και έχει σχέση με “αποχρώσεις” συμπτωμάτων που περιγράφει ο ασθενής. Οι ψυχικές καταστάσεις που βιώνουν οι ασθενείς κατά την περίοδο της αρρώστιας τους όπως φόβος, αγωνία, πόνος, απελπισία, αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας, εξάρτησης, ανήκουν μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο μόνο σε αυτούς και σε κανέναν άλλον.
Η ιατρική επιστήμη προσπαθεί να καταγράψει, να περιγράψει και να αναλύσει στατιστικά τα υποκειμενικά στοιχεία της ασθένειας και της συμπεριφοράς του ασθενούς (λεκτικές, αναλογικές και οπτικές κλίμακες μέτρησης του άλγους), το κάνει όμως με τον δικό της ψυχρό, επιστημονικό τρόπο, επιθυμώντας να γνωρίσει το θέμα. Οπως πολύ καλά αναφέρει ο φιλόσοφος Lido Valdre, “ανάμεσα στην γνώση και την αίσθηση μπορεί να υπάρχει ένα μεγάλο, ανεξερεύνητο και απρόσιτο βάραθρο, το οποίο η αυστηρά ορθολογική ιατρική επιστήμη του 2.000 δεν έχει καταφέρει να γεφυρώσει, αφήνοντας ανεξερεύνητο ένα μεγάλο κόσμο διαφορετικού ορθολογισμού, όπως αυτόν των παραδοσιακών ιατρικών μεθόδων και πρακτικών που εφαρμόζονται χιλιάδες χρόνια στην Κίνα και που έχουν με επιτυχία ενσωματωθεί στην επιστημονική ιατρική με αναμφίβολα πλεονεκτήματα για την υγεία του πληθυσμού της χώρας”.
Υπήρχε αρχικά μια τάση στην ιατρική (αλλά και στις φυσικές επιστήμες) να απορρίπτεται οτιδήποτε παραδοσιακό ως ανορθόδοξο και μη ορθολογικό. Τα παραδείγματα είναι γνωστά και δεν θα αναφερθούν. Παράλληλα όμως, υπάρχει έμφυτη στους ερευνητές η ανάγκη διερεύνησης και αναζήτησης της αλήθειας που κρύβεται πίσω από παράξενα θεραπευτικά συστήματα, με την διατύπωση θεωριών, υποθέσεων και φυσιολογικών μοντέλων. Εχει γίνει διεθνώς δεκτή μία σαφής διαδικασία που με αυτήν καθορίζονται οι θεραπευτικές ενδείξεις μιας μεθόδου και είναι η μόνη δεκτή διαδικασία για να ενταχθούν οι μη συμβατικές θεραπευτικές πρακτικές στα συστήματα υγεία και εκπαίδευσης της ιατρικής επιστήμης. Σε αυτά τα πλαίσια διατυπώθηκαν οι νευρωνικές θεωρίες για την αναλγητική δράση του βελονισμού, έγινε η αποδοχή του βελονισμού σε πολλά πανεπιστήμια του Δυτικού κόσμου, εντάχθηκε ο βελονισμός σαν αναλγητικό μέσο στις κλινικές και στα κέντρα πόνου και δόθηκε η ευκαιρία πληρέστερης διερεύνησης και παρατήρησης των βιολογικών αποτελεσμάτων του. Δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι η ”νευρωνική θεωρία” καλύπτει όλο το θεραπευτικό φάσμα της παραδοσιακής Κινεζικής Ιατρικής. Είναι γνωστό στους μελετητές ότι δεν επεξηγεί όλα τα αναφερόμενα κλινικά αποτελέσματα του βελονισμού.
Εξίσου σοβαρή είναι η διαπίστωση που πρέπει όλοι να ενστερνιστούμε (και αυτοί που εφαρμόζουν βελονισμό αλλά και όλοι αυτοί που ασχολούνται με την υγεία και την αρρώστια) ότι ο βελονισμός δεν είναι πανάκεια. Από τα αρχαία χρόνια χρησιμοποιείτο σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή (βότανα) ακριβώς για να αυξηθεί το θεραπευτικό φάσμα του. Σήμερα πολύ περισσότερο, η συνδυασμένη αγωγή στον ίδιο ασθενή, συντομεύει τον χρόνο αποκατάστασης και αποθεραπείας και η κάθε αγωγή συμπληρώνει τα κενά των υπολοίπων αν και εφόσον ο ιατρός γνωρίζει να τις συνδυάζει αρμονικά. Αυτός ο συνδυασμός είναι πολύπλοκος , προϋποθέτει βαθιές γνώσεις ιατρικής, συνεργασία ιατρών πολλών ειδικοτήτων και εξασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο την υγεία των ασθενών τόσο στον τομέα της πρόληψης όσο και στον τομέα της θεραπείας.
Από το 1925, όπου ο Βελονισμός έκανε την επίσημη – επιστημονική εμφάνισή του στη δύση με τον ΣΟΥΛΙΕ ΝΤΕ ΜΩΡΑΝ, ο προβληματισμός των δυτικών ιατρών μεγάλωνε εκθετικά, ενώ ταυτόχρονα τα θεραπευτικά (κλινικά) αποτελέσματα εδραίωναν “του λόγου το αληθές”! Παράλληλα ο ορθολογιστικός τρόπος σκέψης των δυτικών ιατρών, δικαίως αναζητούσε, “πλείονες” πειραματικές επαληθεύσεις, όπως επίσης στατιστικές, κλινικές και εργαστηριακές μελέτες ορθά σχεδιασμένες.
Μετά το έτος 1945, πολλές ερευνητικές ομάδες ιατρών ασχολήθηκαν με τη διεξαγωγή ερευνών που αφορούσαν τις νευροφυσιολογικές, τις βιοχημικές και τις νευρο-ενδοκρινικές μεταβολές που παρατηρούνται κατά την διάρκεια ή αμέσως μετά την εφαρμογή ενός θεραπευτικού πρωτοκόλλου βελονισμού. Αποτέλεσμα των ερευνών αυτών είναι η διατύπωση σύγχρονων θεωριών, που αφορούν τη δράση του βελονισμού (σχήμα 1). Η πιο πιθανή θεωρητική προσέγγιση της βελονιστικής δράσης, αναφέρεται διεθνώς ως ΝΕΥΡΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΔΡΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΥ.
ΝΕΥΡΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΔΡΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΥ
Σύμφωνα με αυτήν, το νευρικό σύστημα (Ν.Σ.) με τους αισθητικούς περιφερικούς υποδοχείς, τις κεντρομόλες αισθητικές οδούς, τους κεντρικούς εγκεφαλικούς πυρήνες, τις φυγόκεντρες οδούς και τα εκτελεστικά περιφερικά όργανα, κατευθύνει τους μηχανισμούς δράσης και αντίδρασης του οργανισμού όταν σ’ αυτόν επιδρά ένα εξωγενές ή ενδογενές ερέθισμα. Διαμέσου του δέρματος και των αισθητηρίων οργάνων, ο οργανισμός επικοινωνεί με το εξωτερικό περιβάλλον και με την μεσολάβηση του νευρικού συστήματος προσαρμόζει την λειτουργία του ανάλογα με τις συνθήκες που κάθε φορά επικρατούν γύρω του.
Στην περίπτωση του Βελονισμού, το ερέθισμα είναι εξωγενές (βελόνη). Η βελόνα τοποθετείται σε ειδικά σημεία του δέρματος και των μυών . Η διέγερση μπορεί να πραγματοποιηθεί με απλή βελόνη (νυγμός – dry needling), υποδόρια έγχυση φαρμακευτικών ουσιών (μηχανικός και χημικός ερεθισμός- wet needling) ή ηλεκτρικό ερεθισμό (αισθητηριακός αποκλεισμός). Τοποθετείται στην επιδερμίδα, το χόριο, τον λιπώδη, μυϊκό ή οστίτη ιστό (βελονισμός στο περιόστεο), όπως επίσης σε κινητική η αισθητική νευρική ίνα (ερεθισμός περιφερικού νευρικού κλάδου) και τέλος σε περιφερικά γάγγλια. Οι αισθητικοί υποδοχείς, η πληθώρα μικρών εμμύελων ινών ΙΙης και ΙΙΙης τάξεως των περιφερικών σκελετικών νεύρων των μυών του δέρματος, η αυτόνομη τοιχωματική νεύρωση των αγγείων και τριχοειδών που βρίσκονται κάτω από το 60% των σημείων βελονισμού, εμπλέκονται στην ενεργοποίηση περιφερικών και κεντρικών μηχανισμών αναλγησίας.
Στην ορολογία των ερευνητών έχουν καθιερωθεί (προφανώς για λόγους που ευνοούν περισσότερο του ερευνητές για την ”κωδικοποίηση” του βελονισμού) δύο σαφώς διακριτές δράσεις βελονισμού. Η πρώτη δράση αναφέρεται διεθνώς με τον όρο ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ ΜΕ ΒΕΛΟΝΙΣΜΟ (Αcupuncture Αnalgesia).
Με τον όρο αυτό περιγράφουμε τις ειδικές τεχνικές βελονισμού και ηλεκτροβελονισμού για αναστολή του οξέως πόνου (πειραματικού ή χειρουργικού). Το παυσίπονο αποτέλεσμα είναι άμεσο και διαρκεί από 90 έως 120 λεπτά. Η αναλγησία που επιτυγχάνεται αφορά κυρίως την περιοχή του πόνου αλλά σε διάφορο βαθμό όλο το σώμα. Στην έρευνα, οι τεχνικές αυτές εφαρμόζονται για την νευροφυσιολογική μελέτη του βελονισμού, ενώ στην κλινική πράξη για την άμεση ανακούφιση των ασθενών σε οξεία οσφυαλγία, αυχεναλγία, κολικό νεφρού, στηθαγχικό πόνο, οξεία περιαρθρίτιδα ώμου. Για να επιτευχθεί ένα τέτοιο αναλγητικό αποτέλεσμα απαιτείται έντονος και διαρκής χειρισμός της βελόνας, επώδυνη έμπαρση, μεγάλη ακρίβεια στην εντόπιση των σημείων βελονισμού, επιλογή σημείων κοντά ή πάνω σε μεγάλα νευρικά στελέχη. Οσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των αισθητικών νευρικών απολήξεων και των κυττάρων (δερματικών, μυϊκών κλπ) που διεγείρονται μηχανικά, τόσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα των νευροδιαβιβαστικών ουσιών που θα διοχετευθούν στην περιφέρεια και στο κεντρικό νευρικό σύστημα και τόσο εντονότερο θα είναι το αναλγητικό αποτέλεσμα του βελονισμού.
Αυτή η τεχνική σπάνια χρησιμοποιείται για τον χρόνιο πόνο, ενώ χρησιμοποιείται συχνά σε πειραματόζωα για την διαπίστωση της αποτελεσματικότητας του βελονισμού στον οξύ πόνο. Σε κλινικές μελέτες και στην καθημερινή πρακτική (συνήθως μυοσκελετικά σύνδρομα -χρόνιος πόνος- μη οργανικά σύνδρομα που συνοδεύουν τον χρόνιο πόνο, λειτουργικές διαταραχές κλπ) εφαρμόζεται ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΒΕΛΟΝΙΣΜΟ (Αcupuncture Τherapy). Η θεραπεία με βελονισμό αφορά την χρήση σημείων που βρίσκονται κοντά στον ιστό που πάσχει η σε γειτονικούς ιστούς με ίδια τμηματική (segmental) νεύρωση με την περιοχή του άλγους, η έμπαρση της βελόνης δεν είναι επώδυνη, δεν απαιτείται χειρισμός της βελόνης, το θεραπευτικό αποτέλεσμα εμφανίζεται σε ώρες η ακόμη και ημέρες μετά τον βελονισμό και διαρκεί ημέρες, εβδομάδες, μήνες η χρόνια μετά το τέλος της θεραπείας (αθροιστικό αποτέλεσμα). Η ηλεκτρική διέγερση των βελονών, αν χρειαστεί, είναι ήπια και καλά ανεκτή από τους ασθενείς και η θεραπεία ολοκληρώνεται με την εφαρμογή 8-10 ή 15 συνεδριών βελονισμού. Για την θεραπεία με βελονισμό θα αναφερθούμε στο κεφάλαιο για τον χρόνιο πόνο.
ΒΕΛΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΞΥΣ ΠΟΝΟΣ (ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ ΜΕ ΒΕΛΟΝΙΣΜΟ)
Τα πρώτα επιστημονικά στοιχεία για την αναλγητική δράση του βελονισμού μας τα έδωσε η Ερευνητική Ομάδα για την Αναλγησία του Πανεπιστημίου Ιατρικής του Πεκίνου (The Research Group of Αcupuncture Αnalgesia, Peking Medical College). Με πειράματα σε κουνέλια, οι ερευνητές έδειξαν ότι μετάγγιση εγκεφαλονωτιαίου υγρού από κουνέλι-δότη, στο οποίο είχε προηγουμένως εφαρμοστεί αναλγησία με βελονισμό, σε κουνέλι-λήπτη (ενδοεγκεφαλικά στο κοιλιακό σύστημα), προκαλεί αναλγησία μετά πάροδο 10 λεπτών και στο κουνέλι-λήπτη, η ένταση και η διάρκεια της οποίας ελέγχεται με την εφαρμογή θερμού στην μύτη και στα χείλη του κουνελιού των πειραματόζωων, η μετρώντας τον χρόνο απόσυρσης της ουράς των ποντικών, σαν απάντηση σε Τεχνητά προκαλούμενο άλγος (flick tail test). Αργότερα, ο Chang [3]
ανακοίνωσε ότι δεν παρατηρείται αναλγητική δράση αν η βελόνα τοποθετηθεί σε υπαισθητικές δερματικές περιοχές παραπληγικών ασθενών ή σε ασθενείς με διαταραχές της επιπολής αισθητικότητος. Οι παρατηρήσεις του Chang επιβεβαιώθηκαν με πολλές εργαστηριακές και κλινικές έρευνες. Ο Han et al (1986) [4]
ανακοίνωσε ότι η τοπική διήθηση με προκαϊνη των σημείων βελονισμού καταργεί την αναλγητική και θεραπευτική τους δράση και επιβεβαίωσε την ανάγκη λειτουργικής αρτιότητας του κεντρικού και περιφερικού νευρικού συστήματος για να επιτευχθεί αναλγησία με βελονισμό.
Το 1974, ο Bruce Pomeranz, διευθυντής του τμήματος ζωολογίας και φυσιολογίας του Πανεπιστημίου του Toronto στον Καναδά, άρχισε εργαστηριακά πειράματα για την διατύπωση ενός φυσιολογικού μοντέλου που θα εξηγεί το αναλγητικό αποτέλεσμα του βελονισμού σε αναισθητοποιημένες γάτες, καταγράφοντας με μικροηλεκτρόδια την μεταβολή της δραστηριότητας των διάμεσων νευρώνων των οπισθίων κεράτων του νωτιαίου μυελού όταν εφαρμόζεται στην περιφέρεια ένα επώδυνο ερέθισμα (βλαπτοδεκτικότης η βλαπταισθητικότης – nociception). Επέλεξε για την τοποθέτηση των ηλεκτροδίων τους νευρώνες του 5ου πετάλου των οπισθίων κεράτων του νωτιαίου μυελού διότι εκεί καταλήγουν τόσο τα αλγαισθητικά (αγωγή του άλγους, Αδ-C ίνες) όσο και τα μη-αλγαισθητικά (αφή, Αβ ίνες) ερεθίσματα της περιφέρειας. Τα αποτελέσματα καταγράφηκαν ως εξής: 30 λεπτά μετά την εφαρμογή του αναλγητικού πρωτοκόλλου βελονισμού, το εύρος της νευρωνικής δραστηριότητας που ήταν αποτέλεσμα των αλγαισθητικών ερεθισμάτων ήταν σαφώς μειωμένο (έως κατηργημένο) ενώ το εύρος των σημάτων από τα μη αλγαισθητικά ερεθίσματα παρέμεινε ανεπηρέαστο (σχήμα ).
Αυτό το εργαστηριακό εύρημα συμφωνούσε απόλυτα με τις κλινικές παρατηρήσεις ότι στην αναλγησία με βελονισμό ο ασθενής δεν αισθάνεται πόνο, ενώ αισθάνεται φυσιολογικά την αφή και την ήπια πίεση. Η μεγάλη έκπληξη των ερευνητών ήταν ωστόσο η καθυστερημένη απάντηση στον βελονισμό: χρειάστηκαν 10 λεπτά για να αρχίσει να καταγράφεται μείωση της δραστηριότητος των νευρώνων και περίπου 30 λεπτά πριν επιτευχθεί το μέγιστο αποτέλεσμα (κατάργηση της δραστηριότητας τους). Επιπλέον, απαιτήθηκε 1 ώρα μετά την αφαίρεση των βελονών για να επανέλθουν οι νευρώνες στην προηγούμενη δραστηριότητα τους. Αυτό το εύρημα, συμφωνούσε με τις κλινικές παρατηρήσεις, ότι δηλαδή η αναλγητική δράση του βελονισμού επιτυγχάνεται σταδιακά και διαρκεί μερικές ώρες ή ημέρες μετά την αφαίρεση των βελονών, δεν συμφωνούσε όμως με το θεωρητικό μοντέλο της Θεωρίας της Πύλης του Πόνου (Gate Control Theory) των Μeltzack & Wall. Η προσυναπτική αναστολή, βασικό στοιχείο της θεωρίας αυτής, αρχίζει μερικά msec (χιλιοστά του δευτερολέπτου) μετά το ερέθισμα και η αναστολή ολοκληρώνεται σε μερικά δευτερόλεπτά.
Για να ισχυριστούμε ότι η αναλγησία με βελονισμό ερμηνεύεται με βάση την θεωρία της πύλης του πόνου θα έπρεπε στον ασθενή (ή στο πειραματόζωο) να επιτευχθεί ικανοποιητικό αναλγητικό αποτέλεσμα σε 1 ή 2 δευτερόλεπτα μετά την τοποθέτηση των βελονών, η αναλγησία να φτάσει στο μέγιστο επίπεδο σε 10 δευτερόλεπτα και το αναλγητικό αποτέλεσμα να καταργηθεί αμέσως μετά την αφαίρεση των βελονών. Επίσης, γνωρίζουμε ότι το φαινόμενο της προσυναπτικής αναστολής διατηρείται και στα απεγκεφαλισμένα πειραματόζωα. Αυτό σημαίνει ότι η δραστηριότητα των διάμεσων νευρώνων μειώνεται σημαντικά και ο νωτιαίος μυελός συνεχίζει να διαμορφώνει τα επώδυνα ερεθίσματα ακόμα και χωρίς κεντρικό έλεγχο. Αντίθετα στον βελονισμό, η αρτιότητα του νευρικού συστήματος θεωρείται αναγκαία για να επιτευχθεί οποιαδήποτε δράση.
Οι Shen et al [5], μελετώντας τις αναφορές των ερευνητικών ομάδων για
την αναλγητική δράση του βελονισμού στον σπλαγχνικό πόνο, επιχείρησε να διαπιστώσει τις πιθανές νευρικές οδούς πού συμμετέχουν στο φαινόμενο. Εκανε ποικίλων διαστάσεων τομές του νωτιαίου μυελού σε γάτες και προκάλεσε πειραματικά σπλαγχνικό άλγος, ερεθίζοντας με βελόνη κλάδους σπλαγχνικών νεύρων. Κατέγραψε ταυτόχρονα στο monitor την ροή των ηλεκτρικών σημάτων του νευρικού ιστού στο επίπεδο του 11ου μεσοπλεύριου νεύρου. Οι τομές έγιναν στο επίπεδο του Α1-Α2 και Θ1-Θ3 μυελοτομίου και ο βελονισμός έγινε σε σημεία των άνω και κάτω άκρων. Διατομή των οπισθοπλάγιων δεματίων είτε στο επίπεδο του Α1-Α2 είτε στο επίπεδο του Θ1-Θ3 καταργούσαν πλήρως το αναλγητικό αποτέλεσμα του βελονισμού. Το ίδιο παρατήρησε και με τομές στα πρόσθια και στα οπισθοπλάγια δεμάτια στο επίπεδο του Α1-Α2 μυελοτομίου. Εάν η διατομή αφορούσε μόνο το επίπεδο Θ1-Θ3 το αποτέλεσμα καταργείτο για τα κάτω άκρα και όχι για τα άνω.
Με έρευνες αυτού του τύπου διαπιστώθηκε ότι το αναλγητικό αποτέλεσμα του βελονισμού εξαρτάται από την αρτιότητα των προσθιοπλαγίων (νωτιο-θαλαμικών) δεματίων του μεσεγκεφάλου και του οπισθιοπλαγίου κατιόντος συστήματος ελέγχου του πόνου της γέφυρας (μέγας πυρήνας ραφής).
Υποστηρίχθηκε ότι η αναλγησία με βελονισμό οφείλεται σε φαινόμενα αλληλεπίδρασης μεταξύ περιφέρειας (σημείων βελονισμού και επώδυνης περιοχής) και κεντρικού νευρικού συστήματος (περιοχές ελέγχου του πόνου στο ΚΝΣ και στον ΝΜ). Η απάντηση του νευρικού συστήματος στον πόνο και οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί που θα ενεργοποιηθούν είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των προσαγωγών επώδυνων (παθολογικών) σημάτων από την περιοχή του άλγους και των προσαγωγών (θεραπευτικών) σημάτων από τα σημεία βελονισμού που διεγέρθηκαν. Η αδυναμία του βελονισμού να επιτύχει αναλγησία μετά από διατομή του νωτιαίου μυελού, αποδόθηκε στην μη συμμετοχή των ενδογενών συστημάτων αναλγησίας του κεντρικού νευρικού συστήματος, το οποίο είχε αποκοπεί από την περιφέρεια και δεν συμμετείχε στην αναλγητική διαδικασία.
Τα πειράματα αυτά συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια, μέχρι την ανακάλυψη των ενδορφινών, χρονική στιγμή κατά την οποία επιβεβαιώθηκε η δράση του βελονισμού μέσω ενδορφίνης και διαπιστώθηκε η κατάργηση του αναλγητικού αποτελέσματος του βελονισμού μετά από χορήγηση ναλοξόνης (ανταγωνιστή μορφίνης). Ο κεντρικός μηχανισμός αναλγησίας που ενεργοποιείται με τον βελονισμό έχει καλά κατανοηθεί πλέον και η συμμετοχή των ενδογενών οπιούχων ουσιών (β-ενδορφίνη, ενγκεφαλίνες, δυνορφίνη), και των κλασσικών νευροδιαβιβαστών (νορεπινεφρίνης, σεροτονίνης και GABA) θεωρείται σίγουρος (σχήμα ).
Σεροτονίνη και βελονισμός
Από όλους τους νευροδιαβιβαστές η σεροτονίνη είναι ενδογενής ουσία που σχετίζεται πιο στενά με την νευροψυχοφαρμακολογία. Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι επιστήμονες γνώριζαν ότι μία ουσία του ορού (serum) προκαλούσε ισχυρή σύσπαση των λείων μυϊκών ινών και 100 χρόνια αργότερα συνέδεσαν αυτή την ουσία με την αρτηριακή υπέρταση. Η ουσία που απομονώθηκε στα αιμοπετάλια ονομάσθηκε σεροτονίνη ενώ η ουσία που απομονώθηκε στον βλεννογόνο του γαστρεντερικού συστήματος ονομάσθηκε εντεραμίνη. Η σεροτονίνη του εγκεφάλου συντίθεται στους σεροτονινεργικούς νευρώνες των πυρήνων ραφής της γέφυρας από την 5-υδροξυτρυπτοφάνη (5HTP). Η σεροτονίνη θεωρείται σημαντική για τον έλεγχο του ύπνου, για την υπέρταση (προκαλεί συστολή των λείων μυϊκών ινών στην περιφέρεια), την κατάθλιψη, το άγχος, την διάθεση και γενικά την συμπεριφορά. Οι κατιούσες οδοί του ενδογενούς συστήματος αναλγησίας από το στέλεχος (σεροτονινεργικοί νευρώνες των πυρήνων ραφής) μέχρι το οπίσθιο κέρας του νωτιαίου μυελού είναι κατεξοχήν σεροτονινεργικές (κατιούσα σεροτονινεργική οδός) και σχηματίζουν το μη οπιούχο σύστημα αναλγησίας (βλ. κεφάλαιο ”πόνος”).
Σήμερα διατυπώνονται υποθέσεις με τις οποίες αποκλίνοντα συστήματα αναλγησίας, όπως τα σεροτονινεργικά μπορεί να αποτελέσουν αναπόσπαστο τμήμα πολύ διαφορετικών λειτουργιών όπως η καταστολή της αντίληψης του πόνου, ο ύπνος, η θερμορρύθμιση, η ικανότητα απάντησης στα κορτικοστεροειδή, η δράση της σεροτονίνης σαν ψευδαισθησιογόνο φάρμακο, ο έλεγχος της συμπεριφοράς κλπ. Δικαίως λοιπόν και η σεροτονίνη συνδέθηκε με τον βελονισμό.
Από το 1976, η σεροτονίνη (5-HT) θεωρείται η κυριότερη νευροδιαβιβαστική ουσία που συμμετέχει στην επίτευξη της αναλγησίας με βελονισμό. Αναστολείς σεροτονίνης (HT blockers) όπως η cyproheptadine μειώνουν την δράση του βελονισμού ενώ αντίθετα η clomipramine, ουσία που εμποδίζει την ενζυματική αποδόμηση της σεροτονίνης παρατείνει το αναλγητικό αποτέλεσμα του βελονισμού. Εκχυση στον πυρήνα ραφής 5,6-διυδροξυτριπταμίνης (χημική ουσία που καταστρέφει τις σεροτονινεργικές νευρικές απολήξεις) και / ή μικροέκχυση ανταγωνιστών οπιούχων τύπου (L-ναλοξόνης, ναλτρεξόνης η κυκλαζοκίνης) στην περιυδραγώγιο φαιά ουσία καταργεί το αναλγητικό αποτέλεσμα του βλονισμού [6] . Επιπλέον, η χορήγηση 2 mg Κετανσερίνης (ουσία που δεσμεύει τους μη εκλεκτικούς 5-ΗΤ2Α υποδοχείς της σεροτονίνης), μειώνει το αναλγητικό αποτέλεσμα του βελονισμού κατά 53-66% ενώ αντίθετα η 5-6-διυδροξυ τρυπτοφάνη (5-HTP) πρόδρομος ουσία της 5-6 διυδροξυ τρυπταμίνη (5-ΗΤ) αυξάνει κατά 47-54% το αναλγητικό αποτέλεσμα του βελονισμού. Τα αποτελέσματα δείχνουν σαφώς ότι η παρουσία σεροτονίνης είναι καθοριστική για την επίτευξη αναλγητικού αποτελέσματος με βελονισμό. Ο Jisheng Han [7] συνέχισε τις πειραματικές εργασίες για να χαρτογραφήσει το σεροτονινεργικό σύστημα που εμπλέκεται στην αναλγητική αποτελεσματικότητα του βελονισμού. Το αναλγητικό αποτέλεσμα του βελονισμού καταργείται σχεδόν πλήρως μετά από μικροέκχυση κινανσερίνης στους πυρήνες accumbens, habenula, amygdala and PAG ενώ η ίδια ουσία χορηγούμενη με την ίδια τεχνική, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα όταν ενέθηκε σε γειτονικούς πυρήνες του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Ο Han, εφάρμοσε σε πειραματόζωα αναλγησία με ηλεκτροβελονισμό χρησιμοποιώντας διαφορετικής συχνότητας ηλεκτρικό ρεύμα (2, 15, και 100 Hz) και έντασης (υψηλή και χαμηλή ένταση με συνεχή και διακοπτόμενο ρυθμό) και έδειξε ότι ενδοπεριτοναική έκχυση Ρ-χλωροφαινυλαλανίνη (PCPA) (ουσίας που αναστέλλει την σύνθεση